-
1 περι-καταῤ-ῥήγνῡμι
περι-καταῤ-ῥήγνῡμι (s. ῥήγνυμι), rings umher herunterreißen, D. Hal. 9, 39; – med. περικατεῤῥήξατο τὸν ἄνωϑεν πέπλον, Xen. Cyr. 5, 1, 6.
См. также в других словарях:
περικαταρρήγνυμι — Α 1. σχίζω κάτι γύρω γύρω, σχίζω τελείως, καταξεσχίζω 2. μέσ. περικαταρρήγνυμαι σχίζω και αποσπώ κάτι που μού ανήκει («περικατερρήξατό τε τὸν ἄνωθεν πέπλον καὶ ἀνωδύρατο», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + καταρρήγνυμι «σχίζω, συντρίβω»] … Dictionary of Greek